-
1 πρόπους
A one that has large feet, Phot., Suid.III spur of a mountain, Plb.3.17.2, 8.13.4, Str.9.5.8(pl.), AP7.501 (Pers.), etc.; also τοίχων πρόποδες ( πρόσπ-cod.) buttresses, Tim.Lex. s.v. γεῖσα.V πρόποδα μέλεα moving forward in procession, S.Fr. 240 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόπους
См. также в других словарях:
πρόπους — οδος, ο, ΝΜΑ 1. σχοινί που χρησιμοποιείται ιδίως για τον χειρισμό τών ιστίων, πανιών κατά την πλαγιοδρομία ενός ιστιοφόρου πλοίου, αλλ. μούρα ή κούντρα 2. συν. στον πληθ. οι πρόποδες το κατώτερο μέρος υψώματος που συνδέει τις κλιτύς, τις πλαγιές … Dictionary of Greek